- ἄθυμος
- ἄ|θυμος, ον унылый, малодушный
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
άθυμος — η, ο (Α ἄθυμος, ον) νεοελλ. δύσθυμος, άκεφος, στενοχωρημένος, μελαγχολικός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει θάρρος, ο δειλός 2. ο μη θυμοειδής, ο δίχως οργή ή πάθος 3. ο μη ενθαρρυντικός, ο δυσάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θυμός. ΠΑΡ. αθυμία,… … Dictionary of Greek
άθυμος — η, ο επίρρ. α άκεφος, κακόκεφος: Εκείνη την ημέρα ξεκίνησε για τη δουλειά του άθυμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄθυμος — ἄθῡμος , ἄθυμος fainthearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυμότερον — ἀθῡμότερον , ἄθυμος fainthearted adverbial comp ἀθῡμότερον , ἄθυμος fainthearted masc acc comp sg ἀθῡμότερον , ἄθυμος fainthearted neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθυμώ — (I) ( έω) (Α ἀθυμῶ) [ἄθυμος] κατέχομαι από αθυμία, είμαι μελαγχολικός, στενοχωρούμαι, λυπάμαι αρχ. φοβάμαι, ανησυχώ. (II) ἀθυμῶ ( όω) (Α) [ἄθυμος] αποκαρδιώνω, αποθαρρύνω … Dictionary of Greek
ἀθυμοτέρας — ἀθῡμοτέρᾱς , ἄθυμος fainthearted fem acc comp pl ἀθῡμοτέρᾱς , ἄθυμος fainthearted fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυμοτέρων — ἀθῡμοτέρων , ἄθυμος fainthearted fem gen comp pl ἀθῡμοτέρων , ἄθυμος fainthearted masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυμότατα — ἀθῡμότατα , ἄθυμος fainthearted adverbial superl ἀθῡμότατα , ἄθυμος fainthearted neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθύμως — ἀθύ̱μως , ἄθυμος fainthearted adverbial ἀθύ̱μως , ἄθυμος fainthearted masc/fem acc pl (doric) ἀ̱θύμως , ἀθυμόω dishearten imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀθυμόω dishearten imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθυμον — ἄθῡμον , ἄθυμος fainthearted masc/fem acc sg ἄθῡμον , ἄθυμος fainthearted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθυμία — η (Α ἀθυμία) [ἄθυμος] έλλειψη ευδιαθεσίας, βαρυθυμία, στενοχώρια αρχ. έλλειψη θάρρους, λιποψυχία, δειλία … Dictionary of Greek